-
1 περιφανως
1) явно, очевидным образом, открыто(καταλύειν τέν δημοκρατίαν Arph.)
2) ясно, наглядно, воочию(ἰδεῖν τινα Soph.)
3) славно, со славой(καλὰ ἔργα ἐργάζεσθαι Plat.; ἀγωνίζεσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek